- ἡμιβάρβαρος
- ἡμι-βάρβᾰρος, ον,A half-barbarous, Str.13.1.58, Philostr. VS2.1.13.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ημιβάρβαρος — η, ο (AM ἡμιβάρβαρος, ον) αυτός που είναι κατά το ήμισυ βάρβαρος, ο εν μέρει μόνο εκπολιτισμένος … Dictionary of Greek
ημι- — (AM ἡμι ) αχώριστο πρόθημα ως α συνθετικό λέξεων τής αρχ., μσν. και νεοελλ. γλώσσας που έχουν την έννοια ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό είναι: α) το μισό, ως προς το ποσό (πρβλ. ημισέληνος, ημισφαίριο) β) κάτι το ελλιπές, μη τελειωμένο,… … Dictionary of Greek